- δαμι-
- δαμι-δᾱμι-дор. = δημι-
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] … Dictionary of Greek
Δᾶμι — Δᾶμις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάκι — το (Μ δαμάκιν) Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι νεοελλ. τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθεί II. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν) λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) άκι(ν)] … Dictionary of Greek